κουτουλίζω

κουτουλίζω
βλ. κουτουλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουτουλίζω — και κουτουλώ και κουτουλάω 1. για τα ζώα που έχουν κέρατα, χτυπώ με τα κέρατα, κουτρώ, έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα: Αυτό το κριάρι κουτουλά. 2. για τους ανθρώπους, κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω: Κουτουλάει από τη νύστα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτουλώ — άω, και κουτουλίζω 1. (για ζώα) χτυπώ ή έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα 2. χτυπώ με το κεφάλι 3. είμαι βλάκας 4. (στον τ. κουτουλώ) πάω στα τυφλά 5. φρ. «κουτουλάω από τη νύστα» νυστάζω πολύ και γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω.… …   Dictionary of Greek

  • κουτούλισμα — το [κουτουλίζω] κουτουλιά …   Dictionary of Greek

  • κουτουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), κουτούλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κουτουλάω : σε ορισμένα λεξικά απαντάται και ο τύπος κουτουλίζω, ο οποίος, τουλάχιστον στην κοινή νεοελληνική, δε συνηθίζεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουτρίζω — και κουτρώ και κουτράω κουτουλίζω, κερατίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”